- εωσινόφιλος
- -η, -οιατρ. αυτός που χρωματίζεται έντονα με όξινη χρωστική και ιδίως με την εωσίνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. eosinophil < eosin (πρβλ. ἑωσίνη) + -phil (πρβλ. φίλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηωσινόφιλος — η, ο εωσινόφιλος* … Dictionary of Greek